ορισμός του αντιδραστηρίου
Στην πιο γενική και ευρεία χρήση του, α αντιδραστήριο είναι αυτό που προκαλεί αντίδραση.
Και στο Χημεία ονομάζεται αντιδραστικό a η ουσία που χρησιμοποιείται με σκοπό την ανακάλυψη της παρουσίας μιας άλλης ουσίας. Ένα αντιδραστήριο ή μια ουσία αλληλεπιδρά με ένα άλλο κατόπιν εντολής μιας χημικής αντίδρασης, με αποτέλεσμα άλλες ουσίες που θα έχουν διαφορετικές ιδιότητες, χαρακτηριστικά και σχηματισμούς που θα ονομάζονται προϊόντα ή προϊόντα μιας αντίδρασης.
Τα αντιδραστήρια ταξινομούνται με βάση διάφορες μεταβλητές, όπως: φυσικές-χημικές ιδιότητες, αντιδραστικότητα στις χημικές αντιδράσεις και χαρακτηριστικά της χρήσης του αντιδραστηρίου. Εν τω μεταξύ, η πιο σωστή ταξινόμηση εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά χρήσης που υποδεικνύονται για το εν λόγω αντιδραστήριο, επομένως, το αντιδραστήριο θα ταξινομηθεί κατάλληλα ανάλογα με τη χρήση για την οποία προοριζόταν. Η χρήση για την οποία προορίζεται ένα αντιδραστήριο είναι εύκολο να ανακαλυφθεί, καθώς συνήθως αναφέρεται στο δοχείο αντιδραστηρίου που χρησιμοποιείται.
Έτσι τα αντιδραστήρια ταξινομούνται σίγουρα ως εξής: ΡΒ (προορίζεται για βιοχημεία), ΡΑ (προορίζεται για αναλυτική εφαρμογή), QP (είναι χημικά καθαρό και προορίζεται για γενική εργαστηριακή χρήση) και DC (προορίζονται για αυτές τις εφαρμογές κλινικής ανάλυσης).
Από την πλευρά του, το αντικείμενο εξέτασης ή αξιολόγησης Θα είναι αυτό το στοιχείο που στις ακαδημαϊκές αξιολογήσεις αποδεικνύεται οδηγία από τον δημιουργό του τεστ και που συνδέεται με την εφαρμογή και τα αποτελέσματα, η αντίδρασή τους αξιολογείται με βάση την αλήθεια του αποτελέσματός τους και σε ορισμένες περιπτώσεις θα να ληφθεί υπόψη η μεθοδολογία εκτέλεσης και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ένα σωρευτικό ποσοστό και την αξιολόγηση.