ορισμός του υποβιβασμού
Ο όρος υποβιβασμός είναι ένα χαρακτηριστικό επίθετο που χρησιμοποιείται συνήθως για να προσδιορίσει τη στάση αποδοχής ή αφομοίωσης όσων λέει ή κάνει κάποιος άλλος. Το συγκαταβατικό άτομο είναι δεκτό και ανοιχτό στις προτάσεις άλλων και δέχεται ιδέες για να πλησιάσει αυτούς τους ανθρώπους. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να σημαίνει καλοσύνη ενώ σε άλλες μπορεί επίσης να σημαίνει οίκτο ανάλογα με το πλαίσιο.
Το υποτιμώμενο άτομο είναι το άτομο που υποβαθμίζει ή πραγματοποιεί μια πράξη συγκατάθεσης. Όπως λέει και το όνομά του, η ιδέα του υποβιβασμού υποθέτει ότι το άτομο εκτελεί μια ενέργεια να βάλει τον εαυτό του στο επίπεδο του άλλου, προσπαθώντας να συμπαθηθεί με τις συγκρούσεις του και να αισθανθεί ειλικρινά και να αισθανθεί τον πόνο ή ταλαιπωρία που αισθάνεται ο άλλος με τον να μπορέσουν να τους συνοδεύσουν σε μια τέτοια κατάσταση. Η συγκατάθεση μπορεί να γίνει για ευχαρίστηση, δηλαδή σε καταστάσεις στις οποίες ο άνθρωπος που ενεργεί ως συγκαταβατικός επωφελείται επίσης, αλλά και από καλοσύνη ή αλτρουισμό, προκειμένου να κάνει το αγαπημένο άτομο να αισθάνεται ότι συνοδεύει και κατανοεί. Έτσι, η συγκατάθεση έχει μεγάλη σχέση με την ενσυναίσθηση, ένα άλλο παρόμοιο συναίσθημα.
Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η ιδέα της συγκατάθεσης μπορεί επίσης να έχει μια αρνητική πτυχή που έχει να κάνει με την ιδέα ότι ενεργεί από οίκτο απέναντι στον άλλο, η οποία μας μιλάει για ένα ορισμένο αίσθημα ανωτερότητας αυτού που πραγματοποιεί συγκατάθεση προς αυτόν που υποφέρει. Υπό αυτήν την έννοια, η φράση «μην συγκαταβαίνετε μαζί μου» σημαίνει ακριβώς αυτό, δηλαδή, ένα άτομο που αισθάνεται ότι ο άλλος προσπαθεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση του, αλλά από ένα τεχνητό μέρος, από την κρίμα και από την ανωτερότητα που μπορεί να χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη στιγμή ή περίσταση.