ορισμός της ενσυναίσθησης
Η έννοια της ενσυναίσθησης είναι μια από τις πιο περίπλοκες καθώς ο ορισμός της δεν είναι εύκολος. Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα που μπορεί να έχει ένα άτομο ή ακόμα και ένα ζώο να αισθανθεί αυτό που έχει κάποιος άλλος και, ως εκ τούτου, να μοιραστεί τα δεινά του. Η ενσυναίσθηση δεν είναι συγκρίσιμη με άλλα συναισθήματα, καθώς είναι πολύ περίεργη. Ωστόσο, μπορεί να σχετίζεται με άλλα συναισθήματα όπως αγάπη, συμπόνια, συντροφικότητα και αφοσίωση για το άλλο.
Ο όρος ενσυναίσθηση προέρχεται από τα ελληνικά, empatheia, που σημαίνει με άλλα λόγια τη σωματική ή συναισθηματική ένωση για την οποία υποφέρει. Με πολλούς τρόπους, η ενσυναίσθηση μπορεί να συγκριθεί με τον αλτρουισμό, με την ικανότητα να δίνουμε τον εαυτό του στην ευημερία του άλλου. Η ενσυναίσθηση συνεπάγεται μια συγκεκριμένη αφοσίωση, αλλά περισσότερο από οτιδήποτε αφορά τη συνοδεία. Όταν ένα άτομο δείχνει ενσυναίσθηση απέναντι σε άλλο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι επιδιώκει να λύσει το πρόβλημα ή την κατάστασή του, αλλά απλά να το υποστηρίξει και να δείξει την παρουσία του μέσω μόνιμης υποστήριξης. Σε πολλές περιπτώσεις, η ενσυναίσθηση είναι μια αίσθηση που περνάει πέρα από το να μοιράζεσαι το αίσθημα του πόνου.
Αν και η ενσυναίσθηση αναλύεται στις περισσότερες περιπτώσεις από κοινωνιολογικές ή ψυχολογικές προοπτικές, υπάρχει και μια βιολογική πλευρά σε αυτήν, καθώς η ικανότητα να αισθάνεται ενσυναίσθηση μπορεί να υπάρχει σε ορισμένα άτομα με πολύ πιο σαφή και προφανή τρόπο από ότι σε άλλα. Αυτό έχει να κάνει με μια ενστικτώδη προδιάθεση για να αισθανθεί την ανάγκη να συνοδεύει και να προστατεύει όσους τη χρειάζονται. Η έλλειψη ενσυναίσθησης και η απόλυτη απουσία αλληλεγγύης, από την άλλη πλευρά, είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σημερινής μας κοινωνίας στην οποία κάθε άτομο τείνει να αναζητά προσωπική ικανοποίηση παρά να δείχνει συμπόνια σε όσους τη χρειάζονται περισσότερο.