ορισμός του εξαναγκασμού
ο εξαναγκασμός ορίζει το σωματική, ψυχική ή ηθική βία που ασκεί κάποιος σε ένα άλλο άτομο με σκοπό να τον αναγκάσει να πει ή να κάνει κάτι αντίθετο με τη θέλησή του, ή σε αντίθετη περίπτωση, να αναστείλει οποιαδήποτε ενέργεια ή σκέψη.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μόνο που διαθέτει νομικό πλαίσιο για άσκηση ασκήσεως εξαναγκασμού, αν και με σαφή προληπτικό τρόπο είναι σαφές, δηλαδή, η ανακοίνωση ποινών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με το νόμο, είναι το κράτος, το οποίο θα το εφαρμόσει με ακρίβεια με την αποστολή επιβολής των κανονισμών που ισχύουν στην εν λόγω υπόθεση.
Από την άλλη πλευρά, κατόπιν αιτήματος του νόμου, βρίσκουμε επίσης μια ειδική αναφορά στη λέξη εξαναγκασμού, που υποδηλώνει τη νομική εξουσία που βοηθά το δικαίωμα σε οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που το καλούν να επιβάλει συμμόρφωση με τις διατάξεις και τις αρχές του.
Έτσι, τόσο το κράτος όσο και το νομικό σύστημα βασίζονται σε αυτήν την απειλή για την επιβολή υποδειγματικής κύρωσης σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου απαιτείται. Εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις στις οποίες ο τρόμος έχει κυριαρχήσει στο κράτος, η απειλή μπορεί να γίνει μια συγκεκριμένη πράξη σωματικής βίας για όσους κάνουν κάτι ή σκέφτονται κάτι διαφορετικό από αυτό που υποστηρίζεται από τις αρχές.
Νομικός εξαναγκασμός ορίζεται και θα βρει υλοποίηση στο Ποινικός κώδικας, που είναι ο μητρικός κανόνας που ασχολείται με τον καθορισμό αυτών των συμπεριφορών που χαρακτηρίζονται και που θα προκαλέσει την επιβολή τιμωρίας.
Σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής στους οποίους αλληλεπιδρούν τα ανθρώπινα όντα, υπάρχουν κανόνες που πρέπει να τηρούνται και επίσης, σε αντάλλαγμα, οι ποινές ή οι κυρώσεις καθορίζονται για εκείνους που τους αντιτίθενται.
Για παράδειγμα, σε οικογενειακό επίπεδο, ένα παιδί που παραβιάζει την πρόβλεψη του πατέρα του να φτάσει στο σπίτι πριν από τις έντεκα το βράδυ θα τιμωρηθεί για μη συμμόρφωση με αυτήν την προϋπόθεση, ενώ μια εταιρεία που έχει παραβιάσει οποιαδήποτε προβλεπόμενη διάταξη σε κάποιο εμπορικό κανόνα θα είναι εύλογο να επιβληθεί κύρωση, συνήθως οικονομική, για την άβολη δράση του.